- Κασσιανοῦ
- Κασσιανόςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Меледзис, Спирос — Спирос Меледзис (греч. Σπύρος Μελετζής, Имброс 20 января 1906 г. Афины 14 ноября 2003 г.), греческий фотограф, известный в Греции и как фотограф Греческого Сопротивления 1941 1944 гг.[1]. Содержание 1 Биография … Википедия
ημιπελαγιανισμός — Χριστιανική διδασκαλία που διατυπώθηκε από τον ηγούμενο Ιωάννη Κασσιανό. Ο η. στρεφόταν εναντίον των αντιλήψεων για τη θεία χάρη του Πελάγιου και για τον προορισμό του ανθρώπου του Αυγουστίνου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές ο άνθρωπος, μετά το… … Dictionary of Greek
Αντονέλο ντα Μεσίνα — (Antonello da Messina, περ. 1430 – 1479). Ιταλός ζωγράφος. Στα νεανικά του έργα είναι έκδηλη η επίδραση της φλαμανδικής ζωγραφικής, γεγονός που είναι φυσικό άλλωστε αφού η τέχνη αυτή ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στη Γαλλία και στην Ισπανία, με την… … Dictionary of Greek
Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… … Dictionary of Greek
Ίμολα — (Imola). Πόλη (63.800 κάτ. το 2003) της Ιταλίας. Βρίσκεται στη διοικητική περιφέρεια Εμίλια Ρομάνια και αποτελεί επισκοπική έδρα στην επαρχία της Μπολόνια. Έχει χτιστεί στις όχθες του ποταμού Σαντέρνο, εκεί όπου άλλοτε υπήρχε η ρωμαϊκή πόλη… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Μπελίνι, Τζοβάνι — (Giovanni Bellini, αποκαλούμενος και Τζαμπελίνο, Βενετία, περ. 1430 – 1516). Ιταλός ζωγράφος, από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Η σημασία της ζωγραφικής του επισκιάζει την ατομική του αξία, επειδή εγκαινιάζει τη μεγάλη βενετσιάνικη ζωγραφική … Dictionary of Greek